συγκρατύνω

συγκρατύνω
Α
καθιστώ κάτι ισχυρό από κοινού, τού προσδίδω δύναμη και εγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + κρατύνω «ενισχύω, ενδυναμώνω» (< κρατύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκρατύνει — συγκρατύ̱νει , συγκρατύνω strengthen aor subj act 3rd sg (epic) συγκρατύ̱νει , συγκρατύνω strengthen pres ind mp 2nd sg συγκρατύ̱νει , συγκρατύνω strengthen pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρατύνεται — συγκρατύ̱νεται , συγκρατύνω strengthen aor subj mid 3rd sg (epic) συγκρατύ̱νεται , συγκρατύνω strengthen pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκρατύνειν — συγκρατύ̱νειν , συγκρατύνω strengthen pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”